- κοῖλαι
- κόιλοςhollowfem nom/voc plκοῖλοςhollowfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κοῖλαι — Κοίλη giblets of poultry fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοίλαι — Κοίλᾱͅ , Κοίλη giblets of poultry fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίλαι — κοίλᾱͅ , κόιλος hollow fem dat sg (doric aeolic) κοί̱λᾱͅ , κοῖλος hollow fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοῖλ' — Κοῖλαι , Κοίλη giblets of poultry fem nom/voc pl Κοῖλα , Κοῖλα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοῖλ' — κοῖλα , κόιλος hollow neut nom/voc/acc pl κοῖλε , κόιλος hollow masc voc sg κοῖλαι , κόιλος hollow fem nom/voc pl κοῖλα , κοῖλος hollow neut nom/voc/acc pl κοῖλε , κοῖλος hollow masc voc sg κοῖλαι , κοῖλος hollow fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάπη — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 170 μ.) της Λέσβου. * * * η (ΑΜ νάπη) δασώδης κοιλάδα ή φαράγγι, ορεινό δάσος («εἰς τὰς ἐν τοῑς ὄρεσι νάπας ὅσαι κοῑλαι», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ζεύγος τών παράλληλων τ. νάπος / νάπη ανάλογο τών νάκος /… … Dictionary of Greek